- ἐπέκερσε
- ἐπικείρωcut offaor ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικείρω — ἐπικείρω (Α) 1. κόβω, αποκόπτω 2. κατακόπτω («πρώτας ἐπέκερσε φάλαγγας», Ομ. Ιλ.) 3. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω, ματαιώνω («μάχης ἐπὶ μήδεα κείρει», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κείρω «κόβω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek